ομορος

ομορος
    ὅμορος
    ὅμ-ορος
    I
    ион. ὅμουρος 2
    1) пограничный, сопредельный, граничащий
    

(τῇ Λιβύῃ Her.; χώρα Dem.)

    ὅ. πόλεμος Dem., Plut.; — война с соседями

    2) перен. смежный, близкий (по качеству) Arst.
    II
    ὅ житель сопредельной страны, сосед Her., Thuc., Isocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ομορος" в других словарях:

  • ὅμορος — having the same borders with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… …   Dictionary of Greek

  • όμορος — η, ο αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, που συνορεύει, ο γειτονικός: Όμορα κράτη. – Όμορα χωράφια κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅμορον — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc sg ὅμορος having the same borders with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμούρους — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμούρων — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόροις — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρου — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρους — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρων — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρῳ — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»